Γενικός υπεύθυνος της κατάστασης είναι η οργανωτική μορφή των πολιτικών κομμάτων.

Το να αποδίδεται η ευθύνη για τις διαπλοκές αποκλειστικά στο ένα ή στο άλλο κόμμα συνιστά μορφή πολιτικού εγκλωβισμού. 

Η ίδια η ύπαρξη οργανωμένων κομματικών σχηματισμών που επιδιώκουν την επικράτησή τους έναντι άλλων οργανωμένων συνόλων οδηγεί αναπόφευκτα στη διαμόρφωση κομματικών πεποιθήσεων, οι οποίες συχνά υπερισχύουν των εθνικών.

Η δυνατότητα χρηματοδότησης των κομμάτων από ιδιώτες δημιουργεί δομικές ανισότητες, ενώ η λειτουργία βουλευτικών γραφείων ως χώρων εξυπηρέτησης «χαρών» ενισχύει πρακτικές διάκρισης. 

Όταν μια πολιτική πρόταση έχει μεγαλύτερη οικονομική δύναμη λόγω χορηγίας για να διαφημίσει καλύτερα τη θέση της αποτελεί από μόνο του διάκριση και διαπλοκή.   

Η θεσμική μεταφορά ενός τοπικού προβλήματος σε βουλευτή θα μπορούσε να πραγματοποιείται απρόσωπα και ισότιμα· η προσωπική ή εταιρική επαφή με πολιτικό πρόσωπο αναδεικνύει και εδραιώνει άνιση μεταχείριση.

Επιπλέον, η ανάγκη των βουλευτών να διατηρούν και να ενισχύουν την εκλογική τους βάση οδηγεί σε ανταποδοτικές πρακτικές, οι οποίες κυμαίνονται από παράνομες παροχές έως «εξυπηρετήσεις» τυπικά νόμιμες, όπως η επίσπευση ή διευκόλυνση διαδικασιών που ούτως ή άλλως δικαιούται ο πολίτης. 

Ακόμα και να βοηθήσει έναν άνθρωπο να πάρει την σύνταξη που δικαιούται είναι διάκριση. Η δουλειά του βουλευτή είναι να φτιάξει το σύστημα που εκδίδει τις συντάξεις και όχι να βοηθήσει έναν και να αφήσει αβοήθητους άλλους που απλώς δεν πήγαν σε βουλευτή.

Και στις δύο περιπτώσεις, παράνομη ή νόμιμη διευκόλυνση, πρόκειται για φαινόμενα διάκρισης και διαπλοκής.

Υπό αυτά τα δεδομένα, καθίσταται αναγκαία η εκ νέου μελέτη της ουσιαστικά ελληνικής έννοιας της δημοκρατίας, διαδικασία που συνδέεται άμεσα με την κατανόηση και το περιεχόμενο της Επανελλήνισης.

Σχόλια